Το "nativo" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/nɑˈtivo/
Η λέξη "nativo" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που είναι γηγενές ή προέρχεται από μια συγκεκριμένη περιοχή. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους που έχουν γεννηθεί σε έναν τόπο ή να δηλώσει τη φυσική προέλευση κάποιου στοιχείου. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και επαναλαμβάνεται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά δεν είναι σπάνιο και στο γραπτό πλαίσιο.
El pueblo nativo tiene una rica cultura.
(Το αυτόχθονο χωριό έχει μια πλούσια κουλτούρα.)
Los hablantes nativos del idioma español son muy diversos.
(Οι γηγενείς ομιλητές της ισπανικής γλώσσας είναι πολύ ποικίλοι.)
Los productos nativos de la región son muy apreciados.
(Τα ντόπια προϊόντα της περιοχής είναι πολύ εκτιμημένα.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "nativo" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που υποδηλώνουν τοπική ή αυθεντική προέλευση.
Nativo de la tierra.
(Γηγενής της γης.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει στενές σχέσεις με τον τόπο του.
El nativo habla con su acento característico.
(Ο ντόπιος μιλά με την χαρακτηριστική του προφορά.)
Αυτό υποδηλώνει ότι η προφορά ή ο τόνος ομιλίας είναι χαρακτηριστικός για την περιοχή.
Una especie nativa de la región.
(Μια γηγενής είδος της περιοχής.)
Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία για να αναφερθεί σε φυτά ή ζώα που προέρχονται φυσικά από τη συγκεκριμένη περιοχή.
Cultura nativa en peligro de extinción.
(Η γηγενής κουλτούρα σε κίνδυνο εξαφάνισης.)
Αναφέρεται σε παραδοσιακές κουλτούρες που απειλούνται λόγω εξωτερικών επιρροών.
Η λέξη "nativo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "nativus", που σημαίνει "γεννημένος", "γηγενής".
Συνώνυμα: - indígena (ιθαγενής) - autóctono (αυτόχθων)
Αντώνυμα: - extranjero (ξένος) - foráneo (ξενόφερτος)