Η λέξη "natriurético" χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την απελευθέρωση νατρίου από το σώμα, ιδίως μέσω της ουράς.
Παραδειγματικές προτάσεις:
El fármaco tiene un efecto natriurético significativo. (Το φάρμακο έχει σημαντική επίδραση νατριουρητική.)
Los diuréticos natriuréticos son comunes en el tratamiento de la hipertensión. (Τα νατριουρητικά διουρητικά είναι συνηθισμένα στη θεραπεία της υπέρτασης.)
Ιδιωματικές εκφράσεις:
"Dar un golpe natriurético": Να επιχειρηθεί μια λύση που θα οδηγήσει σε απελευθέρωση νατρίου (μεταφορικά, να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ένα πρόβλημα).
"Natriurético por excelencia": Αυτός που έχει τη μεγαλύτερη σχέση με την απελευθέρωση νατρίου (μπορεί να αναφέρεται σε ένα φάρμακο ή μια θεραπεία).
"Efecto natriurético inmediato": Άμεση αντίδραση που οδηγεί σε απελευθέρωση νατρίου.
Ετυμολογία:
Η λέξη "natriurético" προέρχεται από τις ισπανικές λέξεις "sodio" (νάτριο) και "urético" (διουρητικό).