Naturalidad είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης naturalidad σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /natuɾaliˈðað/.
Η λέξη naturalidad στα Ελληνικά μπορεί να μεταφραστεί ως: - φυσικότητα - αυθόρμητο
Η λέξη naturalidad αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είναι κάτι φυσικό ή αυθόρμητο. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους ή καταστάσεις που είναι αυθεντικοί και φυσικοί, χωρίς τεχνητά στοιχεία.
Η χρήση της είναι συχνά περισσότερο στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, ιδίως σε συζητήσεις που αφορούν προσωπικότητες, στυλ ζωής ή τέχνη.
Η φυσικότητα της ερμηνείας του εντυπωσίασε όλους.
Es importante mantener la naturalidad en las conversaciones.
Είναι σημαντικό να διατηρείτε την αυθόρμητη ποιότητα στις συνομιλίες.
La naturalidad en los movimientos de los bailarines es asombrosa.
Η λέξη naturalidad χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στα Ισπανικά:
Είναι καλύτερο να εκφράζεσαι με αυθόρμητο τρόπο.
Mostrar naturalidad ante la cámara.
Η ικανότητα να φαίνεσαι αυθόρμητος κατά την διάρκεια μιας εμφάνισης.
Tener naturalidad en el trato con los demás.
Η φυσικότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις διευκολύνει τις επαφές.
Buscar la naturalidad en las fotografías.
Αυτή η προσέγγιση μπορεί να καταστήσει τις φωτογραφίες πιο αυθεντικές.
Criar a los hijos con naturalidad y amor.
Η λέξη naturalidad προέρχεται από την ισπανική λέξη natural (φυσικός), η οποία έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη naturalis, που σημαίνει "σχετικός με τη φύση".
Συνώνυμα: - Autenticidad (αυθεντικότητα) - Espontaneidad (αυθορμητισμός)
Αντώνυμα: - Artificialidad (τεχνητότητα) - Forzado (εξαναγκασμένος)