Το "naturalizar" είναι ρήμα.
/na.tu.ɾa.liˈθaɾ/ (σε Ισπανικά της Ισπανίας) ή /na.tu.ɾa.liˈzaɾ/ (σε Ισπανικά της Λατινικής Αμερικής)
Η λέξη "naturalizar" αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία ένα άτομο αποκτά την ιθαγένεια μιας χώρας. Η χρήση της λέξης είναι συχνή, ειδικά σε νομικά και δημόσια έγγραφα που σχετίζονται με τη διαδικασία πολιτογράφησης. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορική ομιλία.
La familia decidió naturalizarse después de vivir en España por diez años.
Η οικογένεια αποφάσισε να πολιτογραφηθεί μετά από δέκα χρόνια διαμονής στην Ισπανία.
Es importante cumplir con los requisitos para naturalizarse.
Είναι σημαντικό να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την πολιτογράφηση.
El proceso de naturalización puede ser largo y complicado.
Η διαδικασία πολιτογράφησης μπορεί να είναι μακρά και περίπλοκη.
Το "naturalizar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες φράσεις ή εκφράσεις που σχετίζονται με την πολιτογράφηση και τη διαδικασία της απόκτησης ιθαγένειας.
Naturalizarse no solo implica obtener un documento.
Η πολιτογράφηση δεν σημαίνει απλώς την απόκτηση ενός εγγράφου.
Muchas personas eligen naturalizarse para tener derechos y deberes en el país.
Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να πολιτογραφηθούν για να έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις στη χώρα.
Naturalizar a los inmigrantes es una forma de integración social.
Η πολιτογράφηση των μεταναστών είναι μια μορφή κοινωνικής ένταξης.
El gobierno facilita el proceso para naturalizar a aquellos que cumplen con los requisitos.
Η κυβέρνηση διευκολύνει τη διαδικασία πολιτογράφησης για εκείνους που πληρούν τις προϋποθέσεις.
A la hora de naturalizarse, es importante conocer la cultura del país.
Όταν έρχεται χρόνος να πολιτογραφηθείς, είναι σημαντικό να γνωρίζεις την κουλτούρα της χώρας.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "naturalis" που σημαίνει "φυσικός". Ενσωματώνει το πρόθεμα "natural-" και το ρηματικό επίθημα "-izar", που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία δημιουργίας ή μετατροπής.
Συνώνυμα: - civilizar (πολιτογραφώ) - adoptar (υιοθετώ)
Αντώνυμα: - desnaturalizar (αποναρκοθετώ, αποδομώ)