Το "naufragar" είναι ρήμα.
/nau̯fɾiˈɣaɾ/
Το ρήμα "naufragar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση ενός πλοίου που βυθίζεται ή χάνει τον έλεγχο και καταλήγει να είναι υπό την επίδραση των κυμάτων ή των στοιχείων της φύσης. Χρησιμοποιείται με μια μεταφορική έννοια για να υποδηλώσει αποτυχία ή απογοήτευση σε φυσικά ή συναισθηματικά θέματα. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση του είναι συχνή, ιδίως σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
El barco naufragó en la tormenta.
(Το πλοίο ναυάγησε στην καταιγίδα.)
Muchas historias de naufragios han sido contadas a lo largo del tiempo.
(Πολλές ιστορίες ναυαγίων έχουν ειπωθεί κατά τη διάρκεια του χρόνου.)
No quiero naufragar en mis sueños.
(Δεν θέλω να ναυαγήσω στα όνειρά μου.)
Το "naufragar" μπορεί να μην είναι ευρέως διαδεδομένο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια του αποτυχίας ή της κατάρρευσης χρησιμοποιείται περιστασιακά σε κάποιες φράσεις.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν καταφέρνει τους στόχους του.
No permitas que tus sueños naufraguen.
(Μην επιτρέπεις να ναυαγήσουν τα όνειρά σου.)
Σημαίνει να μην αφήνεις τις φιλοδοξίες σου να επιτευχθούν χωρίς προσπάθεια.
Su proyecto naufragó antes de comenzar.
(Το έργο του ναυάγησε πριν να ξεκινήσει.)
Η λέξη "naufragar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "naufragare", που σημαίνει "ναυαγώ". Η ρίζα της λέξης αναφέρεται σε "navis" (πλοίο) και "frangere" (σπάω), υποδηλώνοντας τη διαδικασία του "σπασίματος" ή της καταστροφής ενός πλοίου.
Συνώνυμα: - Hundir (βυθίζω) - Perder (χάνω)
Αντώνυμα: - Flotar (επικρατώ) - Salvar (σώζω)