navaja: ουσιαστικό
/naˈβaxa/
Η λέξη "navaja" αναφέρεται σε ένα τύπο μαχαιριού, συνήθως αναδιπλούμενου, που χρησιμοποιείται ευρέως για διάφορους σκοπούς, όπως η κοπή τροφίμων, η χειροτεχνία ή ακόμα και ως εργαλείο αυτοάμυνας. Η χρήση της είναι διαδεδομένη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι αναφορές σε αυτόν τον τελευταίο μπορεί να είναι πιο τεχνικές ή νομικές, ειδικά σε περιπτώσεις που σχετίζονται με τη νομοθεσία και την ασφάλεια.
Πάντα κουβαλάω ένα μαχαίρι στη σακίδια μου.
La navaja es muy útil para acampar.
Η λέξη "navaja" μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι περισσότερες δεν είναι πολύ διαδεδομένες:
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος πρέπει να πάρει μια αποφασιστική απόφαση.
Ser más afilado que una navaja.
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι πολύ ευφυής ή επιδέξιος.
No es la navaja del ejército suizo.
Η λέξη "navaja" προέρχεται από το λατινικό "navaja", που σημαίνει "μαχαίρι", και σχετίζεται με το ρήμα "navare" που σημαίνει "να κόβω".
Συνώνυμα: - cuchillo (μαχαίρι) - cuchillo plegable (αναδιπλούμενο μαχαίρι)
Αντώνυμα: - destreza (δηλαδή, ευχέρεια ή ευκολία, ανάλογα με το πλαίσιο) - χρησιμοποιείται ως μια αντίθεση όσον αφορά την πρακτική χρήση εργαλείων και δεξιοτήτων.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πληρέστερη κατανόηση της λέξης "navaja" μέσα από διάφορες πτυχές της χρήσης και της γλώσσας.