Επίθετο
/na'βal/
Η λέξη "naval" αναφέρεται σε ό,τι σχετίζεται με τη ναυτιλία, τις ναυτικές δυνάμεις ή τις επιχειρήσεις που διεξάγονται στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε στρατιωτικά και επιστημονικά συμφραζόμενα.
El buque naval salvó a los náufragos.
(Το ναυτικό πλοίο έσωσε τους ναυαγούς.)
La estrategia naval es crucial en tiempos de guerra.
(Η ναυτική στρατηγική είναι κρίσιμη σε περιόδους πολέμου.)
Η λέξη "naval" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
La fuerza naval es fundamental para la defensa del país.
(Η ναυτική δύναμη είναι θεμελιώδης για την άμυνα της χώρας.)
En la guerra, el poder naval puede decidir el rumbo de los acontecimientos.
(Στο πόλεμο, η ναυτική δύναμη μπορεί να κρίνει την πορεία των γεγονότων.)
La academia naval forma a los futuros líderes de la marina.
(Η ναυτική ακαδημία εκπαιδεύει τους μελλοντικούς ηγέτες του ναυτικού.)
Los ejercicios navales mejoran la cooperación entre las fuerzas de diferentes países.
(Οι ναυτικές ασκήσεις βελτιώνουν τη συνεργασία μεταξύ των δυνάμεων διαφόρων χωρών.)
Η λέξη "naval" προέρχεται από το λατινικό "navalis," που επίσης σημαίνει "ναυτικός."
Συνώνυμα: - Naútico - Marítimo
Αντώνυμα:
- Terrestre (χρόνιο επίθετο, που σημαίνει "χώρα")
- Campestre (που σημαίνει "αγροτικός")