Η λέξη "nave" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈnaβe/
Η λέξη "nave" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε πλοία ή πλωτές κατασκευές. Επίσης, μπορεί να σημαίνει αίθουσα ή κυρίως το κεντρικό τμήμα μιας εκκλησίας ή κτίρου. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να συναντηθεί συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, ειδικά σε συζητήσεις που σχετίζονται με ναυτιλία ή αρχιτεκτονική. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή στον κλάδο της ναυτικής και αρχιτεκτονικής τεχνολογίας.
Το πλοίο βγήκε στη θάλασσα το πρωί.
La nave del templo es muy impresionante.
Η αίθουσα του ναού είναι πολύ εντυπωσιακή.
La nave de guerra fue un símbolo de poder.
Η λέξη "nave" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Είμαι σε δύσκολη κατάσταση χωρίς κατεύθυνση.
Navegar en aguas tranquilas
Μετάφραση: Πλοηγώ σε ήρεμες θάλασσες.
Navegar contra corriente
Η λέξη "nave" προέρχεται από τα λατινικά "navis", που σημαίνει πλοίο ή ναυτική κατασκευή.
Συνώνυμα:
- barco (πλοίο)
- embarcación (ναυτική λέμβος)
Αντώνυμα:
- tierra (γη)
- costa (παραλία)
Αυτή η περιγραφή αναλύει τη λέξη "nave" και τη σημασία της στους τομείς που αναφέρατε.