navegante: Ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [na.βε.ɣan.te]
Η λέξη navegante αναφέρεται σε κάποιον που ταξιδεύει ή εργάζεται στη θάλασσα, συνήθως για να οδηγήσει ή να ερευνήσει σκάφη. Συχνά χρησιμοποιείται στον θαλάσσιο περιβάλλον, αλλά μπορεί να έχει στρατιωτικές ή εξερευνητικές συνδηλώσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα ταξιδιών ή στρατιωτικών ναυτικών επιχειρήσεων.
Ο ναυτίλος χάραξε μια νέα διαδρομή στη θάλασσα.
Los navegantes antiguos dependían de las estrellas para orientarse.
Οι αρχαίοι ναυτίλοι εξαρτώνταν από τα αστέρια για να προσανατολίζονται.
El navegante encontró una isla desconocida.
Η λέξη navegante δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να περιγραφούν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα:
Το να είσαι καλός ναυτίλος είναι απαραίτητο για την αλιεία.
Un navegante siempre está preparado para lo inesperado.
Ένας ναυτίλος πάντα είναι προετοιμασμένος για το απροσδόκητο.
El navegante debe conocer bien las corrientes del océano.
Ο ναυτίλος πρέπει να γνωρίζει καλά τα ρεύματα του ωκεανού.
Los navegantes experimentados nunca se pierden en la niebla.
Η λέξη navegante προέρχεται από το ρήμα navegar, που σημαίνει "να κατευθύνει ένα πλοίο" και το οποίο έχει λατινικές ρίζες από τη λέξη navigare.
Συνώνυμα: - Marinero (ναυτικός) - Timonel (κωπηλάτης)
Αντώνυμα: - Terrícola (χώρα, πρόσωπα που ζουν στη ξηρά) - Inexperto (ασκούμενος)