Ρήμα
[naveˈɣaɾ]
Η λέξη "navegar" χρησιμοποιείται κυρίως στις περιπτώσεις που σχετίζονται με την πλοήγηση, είτε αναφερόμενη στη ναυσιπλοΐα, είτε στο διαδίκτυο. Στην ισπανική γλώσσα, το ρήμα αυτό έχει συχνή χρήση, κυρίως στα γραπτά κείμενα, όπως και στον προφορικό λόγο, όταν αναφέρονται δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με την πλοήγηση.
Θα πάω να πλοηγήσω στον ωκεανό αυτό το καλοκαίρι.
Es importante saber navegar correctamente en internet.
Είναι σημαντικό να ξέρετε να πλοηγείστε σωστά στο διαδίκτυο.
Ella quiere aprender a navegar en su nuevo barco.
Η λέξη "navegar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Αυτό σημαίνει να προχωράς ενάντια στις δυσκολίες ή να προχωράς με μια αντίθετη κατεύθυνση.
Navegar en aguas turbulentas.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια δύσκολη ή ανασφαλή κατάσταση.
Navegar a la deriva.
Σημαίνει να μην έχεις συγκεκριμένο προορισμό ή στόχους.
Navegar con viento a favor.
Η λέξη "navegar" προέρχεται από το λατινικό "navigare," που σημαίνει "να πλοηγείς" ή "να ταξιδεύεις με πλοίο."
Συνώνυμα: - Ploiar - Conducir (όταν αναφέρεται στη γενική καθοδήγηση)
Αντώνυμα: - Estancarse (να σταματάς) - Estar a la deriva (να είσαι χωρίς κατεύθυνση)
Ικανότητες πλοήγησης, είτε σε φυσικό περιβάλλον λεγόμενο θάλασσα είτε σε ψηφιακό κόσμο, είναι σημαντικές δεξιότητες στη σημερινή κοινωνία.