navio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

navio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Navio είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/naˈβjo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "navio" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα πλοίο ή ένα ναυτικό σκάφος. Στρατιωτικά, αναφέρεται συνήθως σε πολεμικά πλοία όπως οι φρεγάτες και τα αεροπλανοφόρα. Στην ισπανική γλώσσα, ο όρος χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί εντονότερη χρήση στη γραφή, ειδικά σε στρατιωτικά ή ναυτικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El navio de guerra llegó al puerto.
  2. Το πολεμικό πλοίο έφτασε στο λιμάνι.

  3. El comandante inspeccionó el navio antes de la misión.

  4. Ο διοικητής επιθεώρησε το πλοίο πριν από την αποστολή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "navio" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους όρους που σχετίζονται με τον ναυτικό τομέα.

  1. A bordo del navio
  2. Στο πλοίο.
  3. Ejemplo: Los tripulantes se sienten seguros a bordo del navio.
  4. Οι ναυτεργάτες νιώθουν ασφαλείς στο πλοίο.

  5. Navegar en un navio

  6. Να ναυσιπλοώ σε ένα πλοίο.
  7. Ejemplo: Navegar en un navio militar es muy diferente a navegar en un pesquero.
  8. Ναυσιπλοώντας σε ένα πολεμικό πλοίο είναι πολύ διαφορετικό από το να ναυσιπλοείς σε ένα αλιευτικό.

  9. Mandar el navio

  10. Να διατάξει το πλοίο.
  11. Ejemplo: El capitán mandó el navio hacia el norte.
  12. Ο καπετάνιος διέταξε το πλοίο να πάει βόρεια.

Ετυμολογία

Η λέξη "navio" προέρχεται από το λατινικό "navigium", που σημαίνει πλοίο ή σκάφος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Embarcación (σκάφος) - Buque (καράβι)

Αντώνυμα: - Tierra (γη) - Seco (ξηρός)



23-07-2024