Navio είναι ουσιαστικό.
/naˈβjo/
Η λέξη "navio" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα πλοίο ή ένα ναυτικό σκάφος. Στρατιωτικά, αναφέρεται συνήθως σε πολεμικά πλοία όπως οι φρεγάτες και τα αεροπλανοφόρα. Στην ισπανική γλώσσα, ο όρος χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί εντονότερη χρήση στη γραφή, ειδικά σε στρατιωτικά ή ναυτικά κείμενα.
Το πολεμικό πλοίο έφτασε στο λιμάνι.
El comandante inspeccionó el navio antes de la misión.
Η λέξη "navio" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους όρους που σχετίζονται με τον ναυτικό τομέα.
Οι ναυτεργάτες νιώθουν ασφαλείς στο πλοίο.
Navegar en un navio
Ναυσιπλοώντας σε ένα πολεμικό πλοίο είναι πολύ διαφορετικό από το να ναυσιπλοείς σε ένα αλιευτικό.
Mandar el navio
Η λέξη "navio" προέρχεται από το λατινικό "navigium", που σημαίνει πλοίο ή σκάφος.
Συνώνυμα: - Embarcación (σκάφος) - Buque (καράβι)
Αντώνυμα: - Tierra (γη) - Seco (ξηρός)