Η λέξη "necesariamente" είναι επίρρημα.
/nesesariamente/
Η λέξη "necesariamente" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι απαραίτητο ή αναγκαίο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, συνήθως χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδίως σε συζητήσεις που σχετίζονται με τις απαιτήσεις ή τις υποχρεώσεις.
Δεν είναι πάντα απαραίτητο να φτάσεις σε μια συμφωνία.
Los cambios no necesariamente implican una mejora.
Οι αλλαγές δεν υποδηλώνουν απαραίτητα μια βελτίωση.
Necesariamente, debemos considerar todas las opciones antes de decidir.
Η λέξη "necesariamente" μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, που επισημαίνουν την αναγκαιότητα ή τη συνθήκη.
Δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητο, υποχρεωτικά.
Actuar de esta manera no es necesariamente la mejor opción.
Να ενεργείς με αυτόν τον τρόπο δεν είναι απαραίτητα η καλύτερη επιλογή.
Necesariamente, hay que seguir las reglas.
Υποχρεωτικά, πρέπει να ακολουθούνται οι κανόνες.
A veces, lo que creemos que es necesario no lo es necesariamente.
Μερικές φορές, αυτό που πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο δεν είναι απαραίτητα.
Esto no implica que debas hacerlo necesariamente.
Η λέξη "necesariamente" προέρχεται από τη λατινική λέξη "necessarius", που σημαίνει "αναγκαίος". Η κατάληξη "-mente" προστίθεται για να μετατραπεί σε επίρρημα.
Συνώνυμα: - Obligatoriamente (υποχρεωτικά) - Indispensablemente (αναγκαία)
Αντώνυμα: - Opcionalmente (προαιρετικά) - Innecesariamente (μη απαραίτητα)