Το "necesitar" είναι ρήμα (verbo) στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /neθesiˈtaɾ/
Το "necesitar" σημαίνει να χρειάζομαι κάτι ή να υπάρχει μια ανάγκη για κάτι. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στην καθημερινή ομιλία, σπάνια χρησιμοποιείται με ανεκτική ή 'βασιλική' διάθεση, εστιάζοντας τις περισσότερες φορές σε άμεσες ανάγκες ή επιθυμίες.
Χρειάζομαι βοήθεια με αυτό το έργο.
Los estudiantes necesitan más tiempo para completar el examen.
Το "necesitar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος χρειάζεται αλλαγή στη ζωή του.
No necesito más que esto.
Δηλώνει ικανοποίηση με το υπάρχον.
Necesitar a alguien.
Υποδηλώνει την ανάγκη για συντροφιά ή υποστήριξη.
A veces, necesitamos arriesgarnos.
Χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει την υιοθέτηση ρίσκων.
Necesito un descanso.
Η λέξη "necesitar" προέρχεται από το λατινικό "necessitare", που σημαίνει "να είναι αναγκαίο". Παράγεται από τη ρίζα "necesse", η οποία σημαίνει "αναγκαίο".
Συνώνυμα:
- requerir (να απαιτώ)
- precisar (να διασαφηνίζω)
Αντώνυμα:
- prescindir (να παραλείπω, να μην χρειάζομαι)
- desatender (να αγνοώ)