Το "necio" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): [ˈnesjo]
Η λέξη "necio" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ανόητος ή εξαιρετικά ανίκανος να κατανοήσει ή να μάθει πράγματα. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι πιο συνήθης στον προφορικό λόγο και λιγότερο συχνή στο γραπτό περιβάλλον. Συχνά έχει μια ελαφρώς υποτιμητική ή χλευαστική διάσταση.
Αυτός είναι ανόητος να μην ακούει τις συμβουλές.
No seas necio, acepta tu error.
Μη γίνεσαι ανόητος, αποδέξου το λάθος σου.
A veces, ser necio te puede llevar a problemas.
Η λέξη "necio" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την ανόητη συμπεριφορά.
Μη γίνεσαι τόσο ανόητος, γιατί η ζωή είναι μικρή.
Es un necio creer que siempre tiene la razón.
Είναι ανόητος να πιστεύει ότι έχει πάντα δίκιο.
Los necios no aprenden de sus errores.
Η λέξη "necio" προέρχεται από το λατινικό "nescius", που σημαίνει "άγνωστος" ή "άγνοια", υποδηλώνοντας μια κατάσταση έλλειψης γνώσης ή κατανόησης.