negado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

negado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "negado" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /neˈɣaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "negado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι αρνητικός ή δεν μπορεί να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία ή δράση. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται περισσότερο σε καταστάσεις που αφορούν απογοήτευση ή αδυναμία.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Él está negado para el deporte.
  2. Αυτός είναι χωρίς ταλέντο στον αθλητισμό.

  3. Ella es muy negada para las matemáticas.

  4. Αυτή είναι πολύ αδύναμη στα μαθηματικά.

  5. No te sientas negado, todos tenemos habilidades diferentes.

  6. Μην αισθάνεσαι ότι δεν τα καταφέρνεις, όλοι έχουμε διαφορετικές ικανότητες.

Ιδιαίτερες Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "negado" είναι παρούσα σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Estar negado para algo
  2. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αδυναμία κάποιου να εκτελέσει κάτι.
  3. Ejemplo: Mi amigo está negado para tocar la guitarra.
  4. Παράδειγμα: Ο φίλος μου είναι άσχετος με το να παίζει κιθάρα.

  5. Negado en la cocina

  6. Δηλώνει ότι κάποιος δεν έχει ταλέντο στην μαγειρική.
  7. Ejemplo: Soy un negado en la cocina; nunca logro hacer nada bien.
  8. Παράδειγμα: Είμαι ανίκανος στην κουζίνα; Ποτέ δεν καταφέρνω να κάνω κάτι σωστά.

  9. Se siente negado socialmente

  10. Δηλώνει ότι κάποιος δεν μπορεί να ενταχθεί κοινωνικά.
  11. Ejemplo: Después de mudarse, se siente negado socialmente.
  12. Παράδειγμα: Μετά την μετακόμιση, αισθάνεται κοινωνικά αποκομμένος.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "negado" προέρχεται από το ρήμα "negar", που σημαίνει "να αρνηθεί" ή "να απορρίψει". Το "negado" είναι ο παθητικός συμμετοχικός τύπος του ρήματος και έχει αναπτυχθεί για να περιγράψει ανθρώπους ή πράγματα που στερούνται ικανοτήτων ή προσόντων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incapaz (ανίκανος) - inepto (ανίκανος) - torpe (αδέξιος)

Αντώνυμα: - capaz (ικανός) - hábil (επιτήδειος) - competente (αρμόδιος)



23-07-2024