negarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

negarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "negarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/neˈɣaɾ.se/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "negarse" σημαίνει να αρνείται κάποιος να κάνει ή να αποδεχθεί κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τύπους λόγου, συμπεριλαμβανομένου του προφορικού και του γραπτού, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε καθημερινές συνομιλίες. Στην νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στην άρνηση αποδοχής μιας ευθύνης ή μιας κατηγορίας.

Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, τόσο σε προφορικές όσο και σε γραπτές καταστάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él se niega a aceptar la culpa.
    Αυτός αρνείται να αποδεχτεί την ενοχή.

  2. Ella se niega a participar en el proyecto.
    Αυτή αρνείται να συμμετάσχει στο σχέδιο.

  3. Nosotros nos negamos a apoyar esa decisión.
    Εμείς αρνούμαστε να υποστηρίξουμε αυτή την απόφαση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "negarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στους ισπανικά, όπως:

  1. Negarse a ver la realidad.
    Να αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα.
    (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν θέλει να αποδεχτεί την αλήθεια.)

  2. Negarse a rendirse.
    Να αρνείσαι να παραδοθείς.
    (Δηλώνει την επιμονή να μην παραδώσεις και να συνεχίσεις την προσπάθεια.)

  3. No me niego a ayudarte.
    Δεν αρνούμαι να σε βοηθήσω.
    (Δείχνει την πρόθεση να προσφέρει βοήθεια, αντίθετα με το να αρνηθεί κανείς.)

  4. Se niega a aceptar la realidad.
    Αρνείται να αποδεχτεί την πραγματικότητα.
    (Αφορά ανθρώπους που δεν θέλουν να δουν μια δύσκολη κατάσταση.)

  5. Me niego a seguir así.
    Αρνούμαι να συνεχίσω έτσι.
    (Δηλώνει την επιθυμία να αλλάξει μια κατάσταση.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "negarse" προέρχεται από το λατινικό "negare", που σημαίνει "να αρνηθείς" ή "να πεις όχι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - rechazar (απορρίπτω) - negar (αρνούμαι)

Αντώνυμα: - aceptar (αποδέχομαι) - consentir (συμφωνώ)



22-07-2024