"Negociable" είναι επίθετο (adjetivo).
/neɣoˈθjaβle/
Η λέξη "negociable" αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να διαπραγματευτεί ή να αλλάξει μέσω συζήτησης ή συναλλαγής. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και εμπορικά πλαίσια, καθώς και σε νομικές συναλλαγές. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
El precio de la casa es negociable.
(Η τιμή του σπιτιού είναι διαπραγματεύσιμη.)
Las condiciones del contrato son negociables.
(Οι όροι της σύμβασης είναι διαπραγματεύσιμοι.)
En nuestra reunión, discutiremos los puntos negociables.
(Στη συνάντησή μας, θα συζητήσουμε τα διαπραγματεύσιμα σημεία.)
Η λέξη "negociable" δεν συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοιά της:
"Un acuerdo negociable es mejor que una imposición."
(Ένα διαπραγματεύσιμο συμφωνητικό είναι καλύτερο από μια επιβολή.)
"Todo es negociable en la vida."
(Όλα είναι διαπραγματεύσιμα στη ζωή.)
"En el comercio, ser negociable es una ventaja."
(Στο εμπόριο, το να είσαι διαπραγματεύσιμος είναι πλεονέκτημα.)
Η λέξη "negociable" προέρχεται από το ρήμα "negociar", το οποίο σημαίνει "να διαπραγματεύεται" και το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "negotiari", που επίσης σημαίνει "να κάνει εμπόριο".
Συνώνυμα: - Transigible (διαπραγματεύσιμος) - Pactable (συμφωνητός)
Αντώνυμα: - No negociable (μη διαπραγματεύσιμος) - Imperativo (επίκειρος / επιτακτικός)