Το "negociar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /neɣoˈθiaɾ/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /neɡoˈʃiaɾ/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Το "negociar" σημαίνει τη διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη προσπαθούν να έρθουν σε συμφωνία ή να καταλήξουν σε μια λύση μέσω συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην οικονομία, στο εμπόριο και στο δίκαιο. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και επιχειρηματικές συζητήσεις.
"Πρέπει να διαπραγματευτούμε μια καλύτερη συμφωνία για τα δύο μέρη."
"Es importante negociar con transparencia y honestidad."
"Είναι σημαντικό να διαπραγματευόμαστε με διαφάνεια και ειλικρίνεια."
"Se espera que las empresas negocien sus contratos anualmente."
"Η διαπραγμάτευση προς τα κάτω των τιμών θα σημαίνει περισσότερες πωλήσεις."
"Negociar una salida"
"Έπρεπε να διαπραγματευτούμε μια ειρηνική έξοδο από τη σύγκρουση."
"Negociar en nombre de alguien"
"Αυτή θα διαπραγματευτεί εξ ονόματος της εταιρίας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης."
"Saber negociar"
"Η ικανότητα να διαπραγματεύεσαι είναι κρίσιμη για την επιτυχία μιας επιχείρησης."
"Negociar condiciones"
Η λέξη "negociar" προέρχεται από το λατινικό "negotiari", το οποίο σημαίνει "να ασκήσει εμπόριο" και συνδέεται με τη λέξη "negotium", που αναφέρεται σε μια εργασία ή απασχόληση, κυριολεκτικά σημαίνει "ό,τι δεν είναι διασκέδαση" (neg- = "όχι", otium = "ανάπαυση").
Συνώνυμα: - pactar - acordar - concertar
Αντώνυμα: - disputar - rechazar - romper
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και την πολυπλοκότητα του ρήματος "negociar" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τις εφαρμογές του σε διάφορους τομείς.