negociar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

negociar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "negociar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /neɣoˈθiaɾ/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /neɡoˈʃiaɾ/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "negociar" σημαίνει τη διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη προσπαθούν να έρθουν σε συμφωνία ή να καταλήξουν σε μια λύση μέσω συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην οικονομία, στο εμπόριο και στο δίκαιο. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και επιχειρηματικές συζητήσεις.

Δείγματα προτάσεων

  1. "Debemos negociar un mejor acuerdo para ambas partes."
  2. "Πρέπει να διαπραγματευτούμε μια καλύτερη συμφωνία για τα δύο μέρη."

  3. "Es importante negociar con transparencia y honestidad."

  4. "Είναι σημαντικό να διαπραγματευόμαστε με διαφάνεια και ειλικρίνεια."

  5. "Se espera que las empresas negocien sus contratos anualmente."

  6. "Αναμένεται ότι οι επιχειρήσεις θα διαπραγματεύονται τα συμβόλαιά τους ετησίως."

Ιδωτικά εκφράσεις

  1. "Negociar a la baja"
  2. "Negociar a la baja los precios significará más ventas."
  3. "Η διαπραγμάτευση προς τα κάτω των τιμών θα σημαίνει περισσότερες πωλήσεις."

  4. "Negociar una salida"

  5. "Tuvimos que negociar una salida pacífica del conflicto."
  6. "Έπρεπε να διαπραγματευτούμε μια ειρηνική έξοδο από τη σύγκρουση."

  7. "Negociar en nombre de alguien"

  8. "Ella va a negociar en nombre de la empresa durante la reunión."
  9. "Αυτή θα διαπραγματευτεί εξ ονόματος της εταιρίας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης."

  10. "Saber negociar"

  11. "Saber negociar es crucial para el éxito de un negocio."
  12. "Η ικανότητα να διαπραγματεύεσαι είναι κρίσιμη για την επιτυχία μιας επιχείρησης."

  13. "Negociar condiciones"

  14. "Es esencial negociar condiciones favorables antes de firmar el contrato."
  15. "Είναι απαραίτητο να διαπραγματευτούμε ευνοϊκούς όρους πριν υπογράψουμε τη συμφωνία."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "negociar" προέρχεται από το λατινικό "negotiari", το οποίο σημαίνει "να ασκήσει εμπόριο" και συνδέεται με τη λέξη "negotium", που αναφέρεται σε μια εργασία ή απασχόληση, κυριολεκτικά σημαίνει "ό,τι δεν είναι διασκέδαση" (neg- = "όχι", otium = "ανάπαυση").

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - pactar - acordar - concertar

Αντώνυμα: - disputar - rechazar - romper

Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και την πολυπλοκότητα του ρήματος "negociar" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τις εφαρμογές του σε διάφορους τομείς.



22-07-2024