Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική απεικόνιση: neˈɣoθio
Σημασίες: 1. Επιχείρηση, επιχειρηματική δραστηριότητα. 2. Συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων με σκοπό την εκτέλεση κάποιας συγκεκριμένης εργασίας.
Η λέξη "negocio" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή ισπανική γλώσσα. Είναι μια λέξη που συχνά συναντάται σε καθημερινές συνομιλίες και είναι ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης.
Χρήση ως ρήμα: Δεν υπάρχουν ρηματικές μορφές για τη λέξη "negocio".
Παραδείγματα: 1. ¿Cómo va el negocio? - Πώς πάει η επιχείρηση; 2. Tiene un negocio de venta de ropa. - Έχει ένα κατάστημα με πώληση ρούχων.
Η λέξη "negocio" είναι σημαντικό μέρος διαφόρων ιδιωματικών εκφράσεων στα ισπανικά. Ας δούμε μερικές από αυτές:
Παράδειγμα: Hizo un buen negocio comprando esa casa. (Έκανε μια καλή συμφωνία αγοράζοντας αυτό το σπίτι).
"Buen negocio"
Παράδειγμα: La inversión en acciones fue un buen negocio. (Η επένδυση σε μετοχές ήταν καλή συμφωνία).
"Ir de negocios"
Παράδειγμα: Voy a Barcelona de negocios. (Πηγαίνω στη Βαρκελώνη για εργασία).
"Negocio redondo"
Παράδειγμα: Fue un negocio redondo, todo salió perfecto. (Ήταν μια καλή συμφωνία, όλα πήγαν τέλεια).
"De negocios son los placeres, que no acaban de contentarnos"
Η λέξη "negocio" προέρχεται από το λατινικό "nec-otium", το οποίο σημαίνει "συμφωνία που καταρτίζεται για κάτι".
Συνώνυμα: επιχείρηση, επαγγελματική δραστηριότητα, εμπόριο.
Αντώνυμα: αντίθετα, απέναντι, αντίπαλο.