negocio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

negocio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Μέρος του λόγου: ουσιαστικό

Φωνητική απεικόνιση: neˈɣoθio

Σημασίες: 1. Επιχείρηση, επιχειρηματική δραστηριότητα. 2. Συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων με σκοπό την εκτέλεση κάποιας συγκεκριμένης εργασίας.

Η λέξη "negocio" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή ισπανική γλώσσα. Είναι μια λέξη που συχνά συναντάται σε καθημερινές συνομιλίες και είναι ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης.

Χρήση ως ρήμα: Δεν υπάρχουν ρηματικές μορφές για τη λέξη "negocio".

Παραδείγματα: 1. ¿Cómo va el negocio? - Πώς πάει η επιχείρηση; 2. Tiene un negocio de venta de ropa. - Έχει ένα κατάστημα με πώληση ρούχων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "negocio" είναι σημαντικό μέρος διαφόρων ιδιωματικών εκφράσεων στα ισπανικά. Ας δούμε μερικές από αυτές:

  1. "Hacer negocio"
  2. Μετάφραση: Κάνω καλή συμφωνία.
  3. Παράδειγμα: Hizo un buen negocio comprando esa casa. (Έκανε μια καλή συμφωνία αγοράζοντας αυτό το σπίτι).

  4. "Buen negocio"

  5. Μετάφραση: Καλή συμφωνία, οικονομικά οφέλη.
  6. Παράδειγμα: La inversión en acciones fue un buen negocio. (Η επένδυση σε μετοχές ήταν καλή συμφωνία).

  7. "Ir de negocios"

  8. Μετάφραση: Ταξίδι εργασίας.
  9. Παράδειγμα: Voy a Barcelona de negocios. (Πηγαίνω στη Βαρκελώνη για εργασία).

  10. "Negocio redondo"

  11. Μετάφραση: Καλή συμφωνία, που δεν επιφέρει κανέναν κίνδυνο.
  12. Παράδειγμα: Fue un negocio redondo, todo salió perfecto. (Ήταν μια καλή συμφωνία, όλα πήγαν τέλεια).

  13. "De negocios son los placeres, que no acaban de contentarnos"

  14. Σημασία: Τα υλικά αγαθά δεν μπορούν ποτέ να μας ικανοποιήσουν πλήρως.

Ετυμολογία

Η λέξη "negocio" προέρχεται από το λατινικό "nec-otium", το οποίο σημαίνει "συμφωνία που καταρτίζεται για κάτι".

Συνώνυμα και Ανώτατα

Συνώνυμα: επιχείρηση, επαγγελματική δραστηριότητα, εμπόριο.

Αντώνυμα: αντίθετα, απέναντι, αντίπαλο.