"nena" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈnena/
Η λέξη "nena" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε ένα κορίτσι ή μια νεαρή γυναίκα, και μερικές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει στοργή ή τρυφερότητα, όπως "μωρό" στα ελληνικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό πλαίσιο.
"La nena está jugando en el parque."
"Η κορίτσι παίζει στο πάρκο."
"Mi nena siempre me hace sonreír."
"Η κοπέλα μου πάντα με κάνει να χαμογελώ."
"Vi a una nena con un vestido rosa."
"Είδα ένα κορίτσι με ένα ροζ φόρεμα."
Η λέξη "nena" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"¡Ay nena, qué bonita te ves hoy!"
"Ω, κορίτσι, πόσο όμορφη φαίνεσαι σήμερα!"
"Eres la nena de mis ojos."
"Είσαι το κορίτσι των ματιών μου." (Σημαίνει ότι κάποιος αγαπάει πολύ μια γυναίκα.)
"No llores, nena, todo estará bien."
"Μη κλαις, μωρό, όλα θα πάνε καλά."
"Esta nena sabe lo que quiere."
"Αυτή η κοπέλα ξέρει τι θέλει."
"Nena, vamos a bailar."
"Κορίτσι, ας πάμε να χορέψουμε."
"Te veo como a una nena pequeña."
"Σε βλέπω σαν ένα μικρό κορίτσι."
Η λέξη "nena" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "nénette," που σημαίνει μικρό κορίτσι ή κοπέλα. Η καταγωγή της αποδίδεται στη μείωση της λέξης στην προφορά και τη χρήση της.
Συνώνυμα: - chica (κορίτσι) - muchacha (νεαρή γυναίκα) - niña (κορίτσι, παιδί)
Αντώνυμα: - nene (αγόρι) - adulto (ενήλικας)