Η λέξη "neo" είναι επίθετο και χρησιμοποιείται επίσης ως μέρος σύνθετων λέξεων.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈneo/
Η λέξη "neo" προέρχεται από την ελληνική λέξη "νέος" που σημαίνει "νέος" ή "καινούργιος". Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικούς και ιατρικούς τομείς για να δηλώσει κάτι καινούργιο ή ανανεωμένο. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια προς υψηλή, ειδικά σε τεχνικά και ακαδημαϊκά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
El nuevo medicamento es un neo fármaco que promete muchos beneficios.
(Το νέο φάρμακο είναι ένα νεοφάρμακο που υπόσχεται πολλά οφέλη.)
En la arquitectura, el estilo neo clasicista es muy popular.
(Στην αρχιτεκτονική, το νεοκλασικό στυλ είναι πολύ δημοφιλές.)
Η λέξη "neo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συχνά για να υποδηλώσει κάτι νέο ή επαναστατικό.
Neo liberalismo es una corriente contemporánea en la economía.
(Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα σύγχρονο ρεύμα στην οικονομία.)
En el arte, el movimiento neo impresionista busca nuevas formas de expresión.
(Στην τέχνη, το κίνημα του νεοϊμπρεσιονισμού αναζητά νέες μορφές έκφρασης.)
El término neo gótico se refiere a un estilo arquitectónico renovado.
(Ο όρος νεογοτθικό αναφέρεται σε έναν ανανεωμένο αρχιτεκτονικό στυλ.)
Η λέξη "neo" προέρχεται από την ελληνική λέξη "νέος", με την έννοια του "νέου", "καινούργιου". Χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για να υποδηλώσει νεότερους ή εκσυγχρονισμένα στοιχεία.
Συνώνυμα: - Νέος - Σύγχρονος (ανάλογα με το συμφραζόμενο)
Αντώνυμα: - Παλιός - Παραδοσιακός
Η λέξη "neo" είναι πολύ χρήσιμη σε διάφορους τομείς και παρέχει μια αίσθηση ανανέωσης και εξέλιξης.