Η λέξη "neto" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "neto" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈneto/.
Η λέξη "neto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι καθαρό ή τελικό. Στον οικονομικό τομέα, αναφέρεται συνήθως σε ποσά που απομένουν μετά την αφαίρεση φορών ή εξόδων. Στους λοιπούς τομείς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει την καθαρή κατάσταση ενός αντικειμένου ή μιας διαδικασίας.
Η "neto" χρησιμοποιείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά στο οικονομικό και νομικό πλαίσιο, αν και μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορική επικοινωνία.
El ingreso neto de la empresa ha aumentado este año.
(Το καθαρό εισόδημα της επιχείρησης έχει αυξηθεί φέτος.)
Necesitamos calcular el valor neto de la propiedad.
(Πρέπει να υπολογίσουμε την καθαρή αξία της ιδιοκτησίας.)
Η λέξη "neto" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά έχει μερικές σχετικές φράσεις που σχετίζονται με τον οικονομικό τομέα.
"Beneficio neto" se refiere a las ganancias después de impuestos.
(Το καθαρό κέρδος αναφέρεται στα κέρδη μετά από φόρους.)
"Valor neto" es esencial para determinar la riqueza de una persona.
(Η καθαρή αξία είναι ουσιαστική για να προσδιοριστεί ο πλούτος ενός ατόμου.)
"Salario neto" es lo que se recibe después de las deducciones.
(Ο καθαρός μισθός είναι αυτό που λαμβάνεται μετά από τις παρακρατήσεις.)
Η λέξη "neto" προέρχεται από τη λατινική λέξη "nitidus", που σημαίνει "καθαρός" ή "λαμπρός".
Συνώνυμα: - claro (καθαρός) - puro (καθαρός)
Αντώνυμα: - bruto (ακαθάριστος) - sucio (βρώμικος)