Η λέξη "neutral" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "neutral" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈnjuːtrəl/
Η λέξη "neutral" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει προτίμηση ή που δεν είναι με κανένα από τα αντίθετα μέρη σε μια σύγκρουση ή διαμάχη. Μπορεί επίσης να δηλώνει τον χαρακτήρα κάποιου ή κάτι που είναι μέτριο, χωρίς ισχυρές τάσεις ή απόψεις. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά ψηλή και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με ίσως μια ελαφρά προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο.
Ella adoptó una postura neutral en el debate.
Αυτή υιοθέτησε μια ουδέτερη στάση στη συζήτηση.
Es importante que el medidor sea neutral para obtener resultados justos.
Είναι σημαντικό ο μετρητής να είναι ουδέτερος για να αποκτήσουμε δίκαια αποτελέσματα.
En la política, ser neutral puede ser una estrategia eficaz.
Στην πολιτική, το να είσαι ουδέτερος μπορεί να είναι μια αποτελεσματική στρατηγική.
La neutralidad en el conflicto es fundamental para la paz.
Η ουδετερότητα στη σύγκρουση είναι θεμελιώδης για την ειρήνη.
Posición neutral
Ουδέτερη θέση
Tomar una posición neutral puede evitar complicaciones.
Το να υιοθετείς μια ουδέτερη θέση μπορεί να αποφύγει περιπλοκές.
Zonas neutras
Ουδέτερες ζώνες
Existen zonas neutras para facilitar los diálogos entre partes en conflicto.
Υπάρχουν ουδέτερες ζώνες για να διευκολυνθούν οι διάλογοι μεταξύ αντιμαχόμενων μερών.
Neutralizar un problema
Να εξουδετερώσεις ένα πρόβλημα
Η λέξη "neutral" προέρχεται από το λατινικό "neutralis", που προκύπτει από το "neuter", το οποίο σημαίνει "ούτε", δηλαδή αναφερόμενο σε κάτι που δεν ανήκει σε καμία από τις δύο πλευρές.
Συνώνυμα: - ουδέτερος - αδιάφορος - μέτριος
Αντώνυμα: - μεροληπτικός - θετικός - αρνητικός