Το "neutro" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fʊˈtɾo/
Η λέξη "neutro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου φύλου ή δεν παίρνει θέση. Στα ιατρικά ή πολυτεχνικά συμφραζόμενα, μπορεί να χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάτι που είναι ασήμαντο ή χωρίς επιπτώσεις. Στη γλωσσολογία, μπορεί να αναφέρεται σε γλώσσες ή φράσεις που δεν κατατάσσονται ευθέως σε καμία συγκεκριμένη κατηγορία.
Η συχνότητά της χρήσης κυμαίνεται, αλλά γενικά συνδυάζεται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο, καθώς είναι πιο συχνά εμφανές σε επίσημες ή ακαδημαϊκές καταστάσεις.
El color neutro es ideal para decorar.
(Ο ουδέτερος χρωματισμός είναι ιδανικός για διακόσμηση.)
En el debate, mantuvo una posición neutra.
(Στη συζήτηση, διατήρησε μια ουδέτερη θέση.)
Η λέξη "neutro" δεν είναι από τις πιο συχνά χρησιμοποιούμενες σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ενδέχεται να συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να εκφράσει καταστάσεις ή χαρακτηριστικά.
Un enfoque neutro es necesario en la mediación.
(Μια ουδέτερη προσέγγιση είναι απαραίτητη στη μεσολάβηση.)
Ella siempre intenta ser neutra en las discusiones.
(Αυτή πάντα προσπαθεί να είναι ουδέτερη στις συζητήσεις.)
Los tonos neutros son muy versátiles en la moda.
(Οι ουδέτεροι τόνοι είναι πολύ ευέλικτοι στη μόδα.)
Η λέξη "neutro" προέρχεται από το λατινικό "neutrum", το οποίο σημαίνει "ούτε" ή "κανένα."
Με την παρουσίαση αυτών των πληροφοριών, ελπίζω να σας έδωσα μια σαφή και αναλυτική εικόνα της λέξης "neutro."