Η λέξη "nevera" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/neˈβeɾa/
Η λέξη "nevera" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ψυγείο".
Η "nevera" αναφέρεται σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τροφίμων και ποτών σε χαμηλή θερμοκρασία, ώστε να μην αλλοιώνονται. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και έχει μεγάλη συχνότητα χρήσης στην καθημερινή γλώσσα στα ισπανικά.
Το ψυγείο είναι γεμάτο φαγητό.
Olvidé cerrar la nevera anoche.
Η λέξη "nevera" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και αφορισμούς, αν και δεν είναι τόσο συχνό. Ωστόσο, ορισμένες φράσεις περιλαμβάνουν:
Αυτή η πρόταση είναι "καταδικασμένη" γιατί αναφέρεται απορριπτικά στη σχέση δύο ανθρώπων.
Sacar algo de la nevera.
Χρειάζεται να βγάλεις τη δουλειά από το ψυγείο και να την ολοκληρώσεις.
No todo cabe en la nevera.
Η λέξη "nevera" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "nevar," που σημαίνει "να χιονίζει," αναφερόμενη στην ψυχρότητα της χιονισμένης περιοχής, που σχετίζεται με τη συντήρηση τροφίμων σε χαμηλή θερμοκρασία.