Η λέξη "nexo" είναι ουσιαστικό.
/nɛk.so/
Η λέξη "nexo" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια σύνδεση ή μια σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων. Χρησιμοποιείται συχνά στον γενικό λόγο, αλλά και σε νομικά και επιχειρηματικά πλαίσια για να περιγράψει σχέσεις ή αρμονίες μεταξύ διαφορετικών οντοτήτων. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
El nexo entre la teoría y la práctica es fundamental en la educación.
(Η σύνδεση μεταξύ της θεωρίας και της πράξης είναι θεμελιώδης στην εκπαίδευση.)
El nexo de esta investigación con el medio ambiente es evidente.
(Η σχέση αυτής της έρευνας με το περιβάλλον είναι προφανής.)
Η λέξη "nexo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
"No hay nexo que no se rompa."
(Δεν υπάρχει σύνδεση που να μην σπάσει.)
"El nexo de unión entre las culturas es vital."
(Η σύνδεση μεταξύ των πολιτισμών είναι ζωτικής σημασίας.)
"Encontrar un nexo común puede ser difícil."
(Να βρεις μια κοινή σύνδεση μπορεί να είναι δύσκολο.)
"El nexo familiar es inquebrantable."
(Η οικογενειακή σχέση είναι αδιάσπαστη.)
Η λέξη "nexo" προέρχεται από το λατινικό "nexus," που σημαίνει "σύνδεση" ή "σχέση." Η ρίζα του αναφέρεται στη δράση του να συνδέει.
Συνώνυμα: - vínculo (δεσμός) - conexión (σύνδεση) - relación (σχέση)
Αντώνυμα: - separación (απομάκρυνση) - desconexión (ασύνδετο) - aislamiento (αιχμαλωσία)