niña – ουσιαστικό (θηλυκό)
/ˈniɲa/
Η λέξη "niña" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε ένα κορίτσι, γενικά ενός νεαρού ή παιδικού ηλικίας. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο και συναντάται σε ποικιλία ση Context που σχετίζονται με παιδιά και οικογένεια. Η χρήση της είναι πολύ συχνή στις καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε λογοτεχνικά κείμενα.
Το κορίτσι παίζει στο πάρκο.
La niña tiene un perro muy simpático.
Η λέξη "niña" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ως εξαιρετικό ή πολύτιμο.
Niña de la casa.
Αναφέρεται συνήθως στην αγαπημένη ή πιο προστατευμένη κόρη της οικογένειας.
No seas niña.
Χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει κάποιον να μην είναι υπερβολικά ευαίσθητος ή αδύναμος.
La niña bonita.
Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε ένα κορίτσι που είναι γνωστό για την ομορφιά του.
Como niña en juguetería.
Η λέξη "niña" προέρχεται από το λατινικό "nīnus", που σημαίνει "μικρό παιδί." Απο την αρχαία ελληνική και τη λατινική, η έννοια της νεότητας σχετίζεται στενά με τη λέξη.
Συνώνυμα: - chica – κοπέλα - muchacha – κορίτσι
Αντώνυμα: - niño – αγόρι - adolescente – έφηβος (γενικά, για αγόρια και κορίτσια)
Αυτές οι λεπτομέρειες για τη λέξη "niña" παρέχουν μια καλή αίσθηση της σημασίας και της χρήσης της στη γλώσσα ισπανικά.