Η λέξη "niño" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "niño" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ˈni.ɲo/.
Η λέξη "niño" αναφέρεται σε ένα παιδί, συχνά με τη σημασία ενός αγοριού. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει άτομα συνήθως ηλικίας από βρέφος έως εφηβεία. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να εμφανιστεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο στην καθημερινή ομιλία.
El niño juega en el parque.
(Το παιδί παίζει στο πάρκο.)
Mi hermano es un niño muy travieso.
(Ο αδελφός μου είναι ένα πολύ ζωηρό παιδί.)
Η λέξη "niño" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Niño de la calle
(Παιδί του δρόμου)
Αναφέρεται σε ένα παιδί που ζει στους δρόμους, χωρίς στέγη.
"Es triste ver a un niño de la calle."
(Είναι λυπηρό να βλέπεις ένα παιδί του δρόμου.)
Niño mimado
(Κακομαθημένο παιδί)
Αναφέρεται σε ένα παιδί που έχει κακομάθει λόγω υπερβολικής προσοχής ή παραχωρήσεων.
"No le des todo lo que pide, no se convierta en un niño mimado."
(Μην του δίνεις το παν, μην γίνει κακομαθημένο παιδί.)
Niño prodigio
(Θαύμα παιδί)
Αναφέρεται σε ένα παιδί που έχει εξαιρετικές ικανότητες ή ταλέντα σε νεαρή ηλικία.
"Ese niño prodigio toca el piano como un adulto."
(Αυτό το θαύμα παιδί παίζει πιάνο όπως ένας ενήλικας.)
Η λέξη "niño" προέρχεται από τη λατινική λέξη "puer", που σημαίνει "αγόρι" ή "παιδί".
Συνώνυμα: - Muchacho (αγόρι) - Chiquillo (παιδί)
Αντώνυμα: - Adulto (ενήλικας) - Mayor (μεγαλύτερος)