Η λέξη "nica" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθημα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈnika/
Στα Ισπανικά, "nica" μπορεί να αναφέρεται σε: - Αυτοσχέδιος ή αστεϊστικός τρόπος να περιγραφεί κάποιος που προέρχεται από τη Νικαράγουα (στην καθομιλουμένη). - Επίσης, χρησιμοποιείται ως όρος για τις γυναίκες της Νικαράγουας.
Η χρήση της είναι συχνή κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς συχνά αναφέρεται σε πολιτιστικά και εθνοτικά θέματα.
(Η Νίκα ήταν πολύ ευγενική μαζί μας.)
Los nicas tienen una rica cultura.
(Οι Νικαράγουα έχουν πλούσια κουλτούρα.)
Me encanta la música nica.
Η λέξη "nica" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που αναφέρονται σε κουλτούρα και ταυτότητα. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:
(Από Νίκα σε Νίκα δεν μπορείς να ψέψεις.)
Ser un nica es un orgullo.
(Να είσαι Νίκα είναι τιμή.)
La comida nica es deliciosa.
(Η φαγητό από τη Νικαράγουα είναι νόστιμο.)
Los nicas son muy acogedores.
Η λέξη "nica" προέρχεται από τη λέξη "Nicaragua", που αναφέρεται σε μια χώρα της Κεντρικής Αμερικής. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει προέλευση ή εθνοτική ταυτότητα.
Συνώνυμα: - Nicaragüense (Νικαράγουα).
Αντώνυμα: - (Δεν υπάρχουν σαφή αντώνυμα, καθώς η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμένη εθνοτική ταυτότητα.)