Η λέξη "nivel" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η αρχιτεκτονική και η ψυχολογία. Συχνότητα χρήσης: χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό, λόγω της αντίκτυπής της σε επίσημες αναφορές και εκπαιδευτικά κείμενα.
El nivel de agua en el río ha subido.
(Το επίπεδο του νερού στον ποταμό έχει αυξηθεί.)
Necesitamos evaluar el nivel de conocimientos de los estudiantes.
(Πρέπει να αξιολογήσουμε το επίπεδο γνώσεων των μαθητών.)
Η λέξη "nivel" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
A otro nivel
Όταν κάτι γίνεται καλύτερο ή διαφορετικό.
(La música de este artista está a otro nivel.)
(Η μουσική αυτού του καλλιτέχνη είναι σε άλλο επίπεδο.)
Bajo el mismo nivel
Όταν δύο ή περισσότερα πράγματα έχουν την ίδια ποιότητα ή κατάσταση.
(Ambos equipos juegan bajo el mismo nivel.)
(Και οι δύο ομάδες παίζουν στο ίδιο επίπεδο.)
Nivel de dificultad
Ποσοστό ή βαθμός δυσκολίας μιας δραστηριότητας.
(El examen tiene un nivel de dificultad alto.)
(Η εξέταση έχει υψηλό επίπεδο δυσκολίας.)
Estar al nivel de
Να μπορείς να ανταγωνιστείς ή να συμβαδίζεις με κάποιον ή κάτι.
(No estoy al nivel de terminar este proyecto solo.)
(Δεν είμαι στο επίπεδο να ολοκληρώσω αυτό το έργο μόνος μου.)
Subir de nivel
Να βελτιώνεσαι ή να Ρίχνεις στο επόμενο επίπεδο.
(Este curso te ayudará a subir de nivel.)
(Αυτό το μάθημα θα σε βοηθήσει να ανέβεις επίπεδο.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "libellum," που σημαίνει "βαθμός" ή "έγγραφο," και σχετίζεται με το "libra," που σημαίνει ζυγός ή ισορροπία.
Συνώνυμα:
altura, grado, rango
Αντώνυμα:
inferioridad, desigualdad, bajo
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα τη χρήση και σημασία της λέξης "nivel" στα Ισπανικά.