Το "nivelar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /ni.βeˈlaɾ/
Η λέξη "nivelar" στα Ισπανικά σημαίνει να κάνεις κάτι επίπεδο ή ίσο. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στη γεωδαισία για την εξίσωση επιπέδων εδάφους ή σε οικονομικά και νομικά πλαίσια, όταν αναφερόμαστε σε εξισώσεις ή ισότητες.
Το "nivelar" είναι αρκετά συχνό στη χρήση και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και στη νομική και οικονομική γλώσσα ενδέχεται να προτιμάται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
"Είναι απαραίτητο να εξισώσουμε το έδαφος πριν από την κατασκευή."
"El gobierno decidió nivelar las tasas impositivas para todos los ciudadanos."
"Η κυβέρνηση αποφάσισε να ισοπεδώσει τους φόρους για όλους τους πολίτες."
"Hay que nivelar los objetivos de producción entre todas las plantas."
Η λέξη "nivelar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να αναδείξει έννοιες που σχετίζονται με την ισότητα ή την εξίσωση.
"Να εξισώσουμε τις διαφορές."
"Nivelar el juego."
"Να ισοπεδώσουμε το παιχνίδι."
"Es importante nivelar la balanza."
Η λέξη "nivelar" προέρχεται από τη λέξη "nivel", που σημαίνει "επίπεδο" στα Ισπανικά, και από το αρχαίο γαλλικό "niveau", που έχει επίσης την ίδια έννοια.
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "nivelar" σύμφωνα με τα ζητούμενα.