Η φράση "no le hace" ανήκει στην κατηγορία των εκφράσεων.
/nɔ le ˈase/
Η φράση "no le hace" χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανών για να εκφράσει ότι κάτι δεν είναι σημαντικό ή ότι δεν έχει αρνητικές συνέπειες. Είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται σχεδόν καθημερινά, ειδικά σε χαλαρές ή ανεπίσημες συνομιλίες.
No le hace, podemos hacerlo mañana.
Δεν πειράζει, μπορούμε να το κάνουμε αύριο.
Si llegas tarde, no le hace.
Αν αργήσεις, δεν έχει σημασία.
Η φράση "no le hace" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές κοινές χρήσεις:
No le hace falta.
Δεν χρειάζεται.
(Χρησιμοποιείται όταν κάτι δεν είναι απαραίτητο.)
No le hace daño.
Δεν του κάνει κακό.
(Χρησιμοποιείται όταν αναφέρουμε ότι κάτι δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις.)
No le hace a uno un gran cambio.
Δεν είναι μεγάλη αλλαγή για κάποιον.
(Χρησιμοποιείται όταν μια αλλαγή δεν έχει σημαντική επίδραση σε κάποιον.)
Si no te gusta, no le hace.
Αν δεν σου αρέσει, δεν πειράζει.
(Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι οι προτιμήσεις κάποιου δεν είναι υποχρεωτικές.)
No le hace nada.
Δεν του κάνει τίποτα.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ότι κάτι δεν έχει καμία αρνητική επιρροή.)
Η φράση "no le hace" προέρχεται από τα ισπανικά, όπου "no" σημαίνει "όχι", "le" είναι μια κτητική αντωνυμία (του/της) και "hace" προέρχεται από το ρήμα "hacer", που σημαίνει "κάνω". Η σύνθεση αυτών των στοιχείων δίνει την έννοια της απουσίας σημασίας ή επιρροής.
Συνώνυμα:
- No importa
- No tiene importancia
- No me afecta
Αντώνυμα:
- Es significativo
- Es importante
- Me afecta