Η λέξη "ver" είναι ρήμα στα Ισπανικά.
Ver: /βer/
Η λέξη "ver" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να σημαίνει "να δω" ή "βλέπω". Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
Η λέξη "ver" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως: 1. Ver más allá: Δείξε ωραιότερος από ό,τι είσαι. 2. Ver el lado bueno: Βλέπω την θετική πλευρά. 3. Verlo venir: Περιμένω κάτι κακό να συμβεί.
Η λέξη "ver" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "videre", που σημαίνει "βλέπω".