Adjetivo (επίθετο)
/ˈno.βle/
Η λέξη "noble" στα Ισπανικά σημαίνει "ευγενής" ή "αριστοκρατικός". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή χαρακτηριστικά που εκφράζουν αρετές όπως η γενναιοδωρία, η υψηλή ηθική και η αξιοπρέπεια. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στους κοινωνικούς και πολιτικούς τομείς για να περιγράψει τους ανθρώπους που ανήκουν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις ή που διαθέτουν συγκεκριμένα αρετά χαρακτηριστικά. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης παρούσα στον προφορικό λόγο.
El rey era un noble muy respetado en su tiempo.
(Ο βασιλιάς ήταν ένας πολύ σεβαστός ευγενής στην εποχή του.)
Su actitud noble impresionó a todos en la reunión.
(Η ευγενική του στάση εντυπωσίασε όλους στη συνάντηση.)
Ella proviene de una familia noble con una larga historia.
(Αυτή προέρχεται από μια αριστοκρατική οικογένεια με μακρά ιστορία.)
Η λέξη "noble" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Corazón noble
(Ευγενική καρδιά)
A pesar de las dificultades, siempre muestra su corazón noble.
(Παρά τις δυσκολίες, πάντα δείχνει την ευγενική του καρδιά.)
Noble causa
(Ευγενής αιτία)
Luchamos por una noble causa que beneficia a todos.
(Διεκδικούμε μια ευγενή αιτία που ωφελεί όλους.)
Noble espíritu
(Ευγενικό πνεύμα)
Es una persona de noble espíritu y grandes ideales.
(Είναι ένα άτομο με ευγενικό πνεύμα και σπουδαία ιδανικά.)
Hacer nobles acciones
(Κάνω ευγενείς πράξεις)
Es importante hacer nobles acciones en la vida diaria.
(Είναι σημαντικό να κάνουμε ευγενείς πράξεις στην καθημερινή ζωή.)
Nobleza obliga
(Η αριστοκρατία υποχρεώνει)
Recuerda que nobleza obliga y debes actuar con integridad.
(Θυμήσου ότι η αριστοκρατία υποχρεώνει και πρέπει να ενεργείς με ακεραιότητα.)
Η λέξη "noble" προέρχεται από το λατινικό "nobilis", που σημαίνει "γνωστός" ή "περίφημος". Το "nobilis" έχει τις ρίζες του στον όρο "noscere", που σημαίνει "γνωρίζω".
Συνώνυμα: - Ilustre (ένδοξος) - Generoso (γενναιόδωρος) - Altivo (υπερήφανος)
Αντώνυμα: - Ruin (κατώτερος) - Vil (χαμηλός) - Indigno (ντροπιαστικός)