Η λέξη "nocivo" είναι επίθετο.
/ noˈθi.βo / (στα Ισπανικά)
Η λέξη "nocivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι βλαβερό ή επιβλαβές για την υγεία ή το περιβάλλον. Στα ιατρικά πλαίσια, αναφέρεται σε ουσίες ή παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν βλάβη σε ανθρώπους ή ζώα. Στην τυπική χρήση της γλώσσας, η λέξη είναι σχετικά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται πιο συχνά σε επιστημονικά και νομικά κείμενα.
"El abuso de pesticidas es nocivo para la salud."
"Η κατάχρηση φυτοφαρμάκων είναι επιβλαβής για την υγεία."
"Los productos químicos nocivos deben ser manejados con cuidado."
"Τα τοξικά χημικά προϊόντα πρέπει να χειρίζονται με προσοχή."
Συχνά η λέξη "nocivo" χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την υγεία και την ασφάλεια, όπως:
1. "Es nocivo para el medio ambiente."
"Είναι βλαβερό για το περιβάλλον."
"El tabaco es nocivo para los pulmones."
"Ο καπνός είναι επιβλαβής για τους πνεύμονες."
"Las sustancias nocivas son un riesgo constante."
"Οι επιβλαβείς ουσίες είναι ένα συνεχές ρίσκο."
"Exponer a los niños a productos nocivos es irresponsable."
"Η έκθεση παιδιών σε επιβλαβή προϊόντα είναι ανεύθυνη."
"Limitar el uso de artículos nocivos es esencial para la salud pública."
"Η περιορισμένη χρήση επιβλαβών αντικειμένων είναι απαραίτητη για τη δημόσια υγεία."
Η λέξη "nocivo" προέρχεται από το λατινικό "nocivus," που σημαίνει "βλαβερός" ή "επικίνδυνος."
Συνώνυμα: - perjudicial (ζημιογόνος) - dañino (βλαπτικός) - tóxico (τοξικός)
Αντώνυμα: - beneficioso (ωφέλιμος) - saludable (υγιεινός)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "nocivo" στα Ισπανικά.