Η λέξη "nodo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "nodo" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ˈno.ðo/.
Η λέξη "nodo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - κόμβος - κόμπος
Η λέξη "nodo" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η γενική γλώσσα, η ιατρική, η πολυτεχνική εκπαίδευση και η ορθοπαιδική. Σημαίνει γενικά ένα σημείο ένωσης ή σύνδεσης. Στην ιατρική μπορεί να αναφέρεται σε λεμφαδιακό κόμβο ή σε κόμβους που σχηματίζονται στους ιστούς.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι συγκεκριμένες ενδείξεις μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το πλαίσιο.
El nodo de la red es fundamental para la comunicación.
(Ο κόμβος του δικτύου είναι θεμελιώδης για την επικοινωνία.)
El médico examina el nodo linfático en el cuello.
(Ο γιατρός εξετάζει τον λεμφαδιακό κόμβο στον λαιμό.)
El nodo del sistema es donde se conectan todos los dispositivos.
(Ο κόμβος του συστήματος είναι εκεί που συνδέονται όλες οι συσκευές.)
Η λέξη "nodo" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και όχι τόσο συχνά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Estar en un nodo crítico.
(Να βρίσκεσαι σε ένα κρίσιμο σημείο.)
Deshacer un nodo.
(Να ξεδιπλώσεις ένα κόμπους.)
Llegar al nodo de la cuestión.
(Να φτάσεις στο κρίσιμο σημείο του ζητήματος.)
Crear un nodo de unión.
(Να δημιουργήσεις έναν κόμβο σύνδεσης.)
Η λέξη "nodo" προέρχεται από το λατινικό "nodus", το οποίο σημαίνει "κόμπος" ή "κόμβος".
Συνώνυμα: - κόμβος - κομμάτι
Αντώνυμα: - απομόνωση (σε ορισμένα πλαίσια, όταν αναφερόμαστε σε συνδέσεις) - διάσπαση (σε ορισμένα πλαίσια)