Επίθετο.
/nɔˈdʒulɚ/
Η λέξη "nodular" αναφέρεται σε κάτι που έχει τη μορφή οζιδίων ή μικρών οζών. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα για να περιγράψει ογκώδεις αλλοιώσεις, διογκώσεις ή σχηματισμούς που μοιάζουν με οζίδια.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "nodular" είναι αρκετά υψηλή στα ιατρικά ή βιολογικά κείμενα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα από ότι σε προφορικό λόγο, αν και σε ιατρικές συζητήσεις μπορεί να εμφανίζεται και προφορικά.
"Ο ασθενής έχει έναν οζώδη όγκο στον πνεύμονα."
"Los hallazgos nodulares en la biopsia son preocupantes."
"Τα οζώδη ευρήματα στη βιοψία είναι ανησυχητικά."
"La radiografía mostró una masa nodular en el abdomen."
Η λέξη "nodular" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει συμφραζόμενα:
"Ο όγκος αναγνωρίστηκε ως οζώδης."
"Los nódulos linfáticos pueden ser nodulares o no."
"Οι λεμφαδένες μπορεί να είναι οζώδεις ή όχι."
"Las lesiones nodulares requieren un seguimiento regular."
Η λέξη "nodular" προέρχεται από το λατινικό "nodulus" που σημαίνει "οζίδιο" και το ελληνικό "κίνδυνος".
Συνώνυμα: - O miatt buñuelo - O bulto
Αντώνυμα: - Plano (ισιο)
Αυτή η λέξη είναι σημαντική κυρίως στον ιατρικό τομέα για την περιγραφή διαρθρωτικών ή παθολογικών αλλοιώσεων.