Nombramiento είναι ουσιαστικό.
[nom.bɾaˈmen.to]
Η λέξη nombramiento χρησιμοποιείται γενικά για να αναφερθεί σε μια διαδικασία ή πράξη κατά την οποία κάποιος διορίζεται ή ονομάζεται σε συγκεκριμένη θέση ή ρόλο. Στον τομέα του δικαίου και της οικονομίας, μπορεί να αναφέρεται σε επίσημες διαδικασίες διορισμού. Στον στρατό, μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται για να περιγράψει το διορισμό αξιωματικών ή στρατιωτικών στελεχών.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και βρίσκεται κυρίως σε γραπτά κείμενα και επίσημες ανακοινώσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο σε επίσημα περιβάλλοντα.
El nombramiento del nuevo director fue anunciado ayer.
(Ο διορισμός του νέου διευθυντή ανακοινώθηκε χτες.)
El nombramiento de los jueces se lleva a cabo cada cinco años.
(Ο διορισμός των δικαστών γίνεται κάθε πέντε χρόνια.)
Su nombramiento como embajador fue muy bien recibido.
(Ο διορισμός του ως πρέσβης έγινε πολύ καλά αποδεκτός.)
Η λέξη nombramiento δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει ορισμένο περιεχόμενο που σχετίζεται με την έννοια αυτή:
Ejemplo: El nombramiento a dedo es muy criticado en la política.
(Ο διορισμός μέσω εύνοιας επικρίνεται πολύ στην πολιτική.)
"Nombramiento formal"
(Επίσημος διορισμός)
Αναφέρεται σε επίσημες διαδικασίες που ακολουθούνται σε έναν διορισμό.
Ejemplo: El nombramiento formal se realizó en una ceremonia.
(Ο επίσημος διορισμός έγινε σε μια τελετή.)
"Nombramiento temporal"
(Προσωρινός διορισμός)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει διορισμούς που είναι περιορισμένης διάρκειας.
Η λέξη nombramiento προέρχεται από το ρήμα nombrar, που σημαίνει "να ονομάζω" ή "να διορίζω", και το επίθημα -miento, που δηλώνει τη διαδικασία ή την πράξη.
Συνώνυμα: - Designación (διορισμός) - Reclutamiento (στρατολόγηση)
Αντώνυμα: - Despido (απόλυση) - Renuncia (παραίτηση)
Αυτή η ανασκόπηση της λέξης nombramiento αντικατοπτρίζει την σημασία και τη χρήση της σε διάφορους τομείς της ισπανικής γλώσσας.