Ρήμα
/nomˈbɾaɾ/
Η λέξη "nombrar" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τη διαδικασία του να δίνεις ή να αναφέρεις ένα όνομα ή μία ονομασία σε κάποιον ή κάτι. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και στην καθημερινή ομιλία, αλλά και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Voy a nombrar a los ganadores del concurso.
(Θα αναφέρω τους νικητές του διαγωνισμού.)
Es importante nombrar los problemas antes de buscar soluciones.
(Είναι σημαντικό να αναφέρουμε τα προβλήματα πριν αναζητήσουμε λύσεις.)
Nombrar a alguien no siempre significa que lo conozcas bien.
(Το να ονομάσεις κάποιον δεν σημαίνει πάντα ότι τον γνωρίζεις καλά.)
Η λέξη "nombrar" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες:
Nombrar a alguien en vano
(Να αναφέρεις κάποιον χωρίς λόγο.)
"No debes nombrar a alguien en vano durante la reunión."
(Δεν πρέπει να αναφέρετε κάποιον χωρίς λόγο κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Nombrar y apellidar
(Να δίνεις και το επώνυμο.)
"Es necesario nombrar y apellidar a todos los testigos en el informe."
(Είναι απαραίτητο να δώσεις και το επώνυμο όλων των μαρτύρων στην αναφορά.)
Nombrar un precio
(Να καθορίσεις τιμή.)
"Vamos a nombrar un precio justo para el contrato."
(Θα καθορίσουμε μια δίκαιη τιμή για το συμβόλαιο.)
Nombrar a alguien como responsable
(Να ορίσεις κάποιον υπεύθυνο.)
"El director decidió nombrar a Juan como responsable del proyecto."
(Ο διευθυντής αποφάσισε να ορίσει τον Χουάν υπεύθυνο για το έργο.)
Se dice que el nombre lo es todo, pero ¿qué pasa si no saben nombrar?
(Λέγεται ότι το όνομα είναι τα πάντα, αλλά τι γίνεται αν δεν ξέρουν να αναφέρουν;)
"Se considera que nombrar correctamente es esencial en el ámbito profesional."
(Θεωρείται ότι η σωστή αναφορά είναι απαραίτητη στον επαγγελματικό τομέα.)
Η λέξη "nombrar" προέρχεται από το λατινικό "nominare," που σημαίνει "να δώσεις όνομα."
Συνώνυμα: - designar (να ορίσεις) - mencionar (να αναφέρεις) - citar (να παραθέσεις)
Αντώνυμα: - omitir (να παραλείψεις) - ignorar (να αγνοήσεις)