Η λέξη "nombre" είναι ουσιαστικό.
/ˈnombɾe/
Η λέξη "nombre" σημαίνει "όνομα" στα Ελληνικά και χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε έναν τρόπο προσδιορισμού ή αναγνώρισης ενός ατόμου, αντικειμένου ή ιδέας. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη, τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα. Χρησιμοποιείται συχνά σε ποικιλία κοινωνικών και επίσημων καταστάσεων.
Η λέξη "nombre" χρησιμοποιείται ευρέως και σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε επίσημα έγγραφα.
Mi nombre es Juan.
(Το όνομά μου είναι Χουάν.)
Necesito saber tu nombre completo.
(Χρειάζομαι να ξέρω το πλήρες όνομά σου.)
Η λέξη "nombre" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
No tengo nombre.
(Δεν έχω όνομα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος δεν έχει αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό ή αναγνωσιμότητα.
Dame tu nombre y número.
(Δώσε μου το όνομά σου και τον αριθμό σου.)
Συνήθως χρησιμοποιείται σε επίσημες ή επαγγελματικές καταστάσεις.
Un nombre para recordar.
(Ένα όνομα για να το θυμάστε.)
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάποιον ή κάτι που είναι ξεχωριστό.
Cambiar de nombre.
(Να αλλάξω όνομα.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αποφασίζει να αλλάξει το όνομά του, για διάφορους λόγους.
Η λέξη "nombre" προέρχεται από το Λατινικό "nomen", το οποίο επίσης σημαίνει "όνομα". Η ρίζα του σχετίζεται με την έννοια της ονομασίας και της αναγνώρισης.
Αυτές οι πληροφορίες βοηθούν στην κατανόηση της λέξης "nombre" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.