nomenclatura: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/nomeɱklaˈtuɾa/
Η λέξη nomenclatura αναφέρεται σε ένα σύστημα ή συνδυασμό ονομάτων ή όρων που χρησιμοποιούνται σε κάποιον τομέα, όπως η επιστήμη, η ιατρική ή η στρατιωτική τέχνη. Χρησιμοποιείται συχνά σε συστήματα κατάταξης που διευκολύνουν την αναγνώριση και την κατηγοριοποίηση αντικειμένων ή εννοιών.
Η χρήση της είναι συχνή και στους γραπτούς και στους προφορικούς λόγους, όμως τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε διακεκριμένα και τεχνικά κείμενα.
Η ονοματολογία της χημείας είναι ουσιώδης για την κατανόηση της σύνθεσης των ενώσεων.
Debemos seguir la nomenclatura estándar al clasificar las especies.
Η λέξη nomenclatura χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ονοματολογία ή τη διαδικασία κατηγοριοποίησης.
Η ιατρική ονοματολογία μπορεί να φαίνεται περίπλοκη για τους μη ειδικούς.
Es importante tener una nomenclatura clara en la biología para evitar confusiones.
Είναι σημαντικό να έχουμε μια σαφή ονοματολογία στη βιολογία για να αποφεύγονται οι παρανοήσεις.
La nomenclatura de los organismos vivos varía según los países.
Η ονοματολογία των ζωντανών οργανισμών ποικίλλει ανάλογα με τις χώρες.
La nomenclatura en los sistemas de clasificación es fundamental para la ciencia.
Η ονοματολογία στα συστήματα κατάταξης είναι θεμελιώδης για την επιστήμη.
Utilizamos una nomenclatura específica en el laboratorio para comunicar resultados.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "nomenclatura", το οποίο προκύπτει από το "nomen" (όνομα) και "clatura", που αναφέρεται στη δράση του καλού ή επιλέγοντας. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία που σχετίζεται με την ονοματοδοσία.
Συνώνυμα: - ονομασία - ονοματολογία
Αντώνυμα: - ανωνυμία - μη αναγνωρίσιμη ονομασία
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν την έννοια και τη χρήση του όρου nomenclatura στην ισπανική γλώσσα, παρέχοντας μια σφαιρική κατανόηση της λέξης.