Η λέξη "nominal" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [noˈmi.nal]
Η λέξη "nominal" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - ονομαστικός - συμβολικός - ονομαστική
Η λέξη "nominal" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με ονομασίες ή ονόματα, συχνά σε οικονομικά, νομικά και εμπορικά συμφραζόμενα. Η συχνότητά της χρήσης είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε γραπτά κείμενα πιο επίσημου χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο και περισσότερο σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Η ονομαστική αξία της μετοχής είναι πολύ χαμηλή.
El salario nominal no refleja el costo de vida.
Η λέξη "nominal" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιφέρειες ή πλαισιακές προτάσεις.
Θεωρείται ότι μια αύξηση στον ονομαστικό μισθό είναι απαραίτητη για να μειωθεί η φτώχεια.
El ajuste nominal de precios es fundamental en la economía.
Η λέξη "nominal" προέρχεται από το λατινικό "nominalis," που σημαίνει "σχετικά με ονόματα," από το "nomen," που σημαίνει "όνομα."
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "nominal" στα Ισπανικά και τη χρήση της σε διάφορους τομείς.