nominal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

nominal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "nominal" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [noˈmi.nal]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "nominal" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - ονομαστικός - συμβολικός - ονομαστική

Σημασία και χρήση

Η λέξη "nominal" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με ονομασίες ή ονόματα, συχνά σε οικονομικά, νομικά και εμπορικά συμφραζόμενα. Η συχνότητά της χρήσης είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε γραπτά κείμενα πιο επίσημου χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο και περισσότερο σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El valor nominal de la acción es muy bajo.
  2. Η ονομαστική αξία της μετοχής είναι πολύ χαμηλή.

  3. El salario nominal no refleja el costo de vida.

  4. Η ονομαστική μισθοδοσία δεν αντικατοπτρίζει το κόστος ζωής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "nominal" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιφέρειες ή πλαισιακές προτάσεις.

Ιδιωματικές προτάσεις

  1. Se considera que un aumento en el salario nominal es necesario para reducir la pobreza.
  2. Θεωρείται ότι μια αύξηση στον ονομαστικό μισθό είναι απαραίτητη για να μειωθεί η φτώχεια.

  3. El ajuste nominal de precios es fundamental en la economía.

  4. Η ονομαστική προσαρμογή τιμών είναι θεμελιώδης στην οικονομία.

Ετυμολογία

Η λέξη "nominal" προέρχεται από το λατινικό "nominalis," που σημαίνει "σχετικά με ονόματα," από το "nomen," που σημαίνει "όνομα."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:

Αντώνυμα:

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "nominal" στα Ισπανικά και τη χρήση της σε διάφορους τομείς.



23-07-2024