nominativo: ουσιαστικό
/nomiˈna.ti.βo/
Η λέξη nominativo αναφέρεται στον ονομαστικό τύπο ενός ουσιαστικού ή στη μορφή που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το υποκείμενο μιας πρότασης, καθώς και την κατηγορία των ονομάτων στην ισπανική γλώσσα. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραμματικούς και γλωσσολογικούς τομείς.
Η λέξη nominativo χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτές αναφορές και ακαδημαϊκά κείμενα, σε σχέση με την περιγραφή συντακτικών και γραμματικών κανόνων. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, εκτός αν γίνεται αναφορά σε μαθησιακούς στόχους ή γλωσσικά μαθήματα.
Ο ονομαστικός είναι η μορφή που χρησιμοποιείται για το υποκείμενο της πρότασης.
En español, los sustantivos tienen un caso nominativo.
Η λέξη nominativo δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε πιο αναδυόμενα συμφραζόμενα που αφορούν γραμματική και σύνταξη.
Είναι σημαντικό να κατανοήσεις την ονομαστική πριν μάθεις άλλες περιπτώσεις.
Muchos estudiantes confunden el nominativo con el acusativo.
Πολλοί μαθητές μπερδεύουν την ονομαστική με την αιτιατική.
En la lengua española, el nominativo es fundamental para la construcción de oraciones simples.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό nominativus, που σημαίνει "ονομαστικός". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι σχετίζεται με το όνομα ή τον προσδιορισμό.
Συνώνυμα: - Identificativo - Sujeto (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Acusativo (αιτιατική) - Dativo (δοτική)
Αυτές οι πληροφορίες θα σας επιτρέψουν να κατανοήσετε καλύτερα τη χρήση της λέξης nominativo στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τις γραμματικές της εφαρμογές.