Η λέξη "normalidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "normalidad" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /noɾ.ma.liˈðad/.
Η λέξη "normalidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή το χαρακτηριστικό του να είναι κάποιο πράγμα φυσιολογικό ή κανονικό. Χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε επιστημονικά ή ιατρικά πλαίσια, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε παράγοντες που ποσοτικοποιούν ή καθορίζουν την υγιή ή αναμενόμενη κατάσταση ενός ατόμου ή ενός φαινομένου.
Είναι μια λέξη που έχει σημαντική χρήση και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, χωρίς προτίμηση σε κάποιον από τους δύο τομείς.
La normalidad en la presión arterial es crucial para la salud.
(Η κανονικότητα στην αρτηριακή πίεση είναι κρίσιμη για την υγεία.)
Tras el tratamiento, el médico confirmó que la normalidad había sido restaurada.
(Μετά τη θεραπεία, ο γιατρός επιβεβαίωσε ότι η κανονικότητα είχε αποκατασταθεί.)
Η λέξη "normalidad" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Después de la crisis, todos deseamos volver a la normalidad.
(Μετά την κρίση, όλοι επιθυμούμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα.)
Normalidad en la vida cotidiana
(Κανονικότητα στην καθημερινή ζωή)
La normalidad en la vida cotidiana se ha visto afectada por la pandemia.
(Η κανονικότητα στην καθημερινή ζωή έχει επηρεαστεί από την πανδημία.)
Establecer la normalidad
(Να θεσπίσουμε την κανονικότητα)
Η λέξη "normalidad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "normalis", που σημαίνει "σύμφωνα με το πρότυπο". Έχει συνδεθεί με τον όρο "norma", ο οποίος σημαίνει "κανόνας".
Συνώνυμα: - regularidad (κανονικότητα) - uniformidad (ομοιομορφία)
Αντώνυμα: - anormalidad (παρεκκλίνουσα κατάσταση) - irregularidad (ανωμαλία)