Η λέξη "normativa" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "normativa" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /noɾmaˈt̪iβa/.
Η λέξη "normativa" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - κανονισμός - κανονιστική διάταξη
Η λέξη "normativa" αναφέρεται σε σύνολο κανόνων ή κανονισμών που έχουν θεσπιστεί σε ένα νομικό ή οικονομικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε κείμενα που σχετίζονται με τη νομοθεσία και τη διαχείριση κανόνων. Η χρήση της είναι συνεπής τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ωστόσο είναι περισσότερο διαδεδομένη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε νομικά και οικονομικά κείμενα.
Ο τρέχων κανονισμός σχετικά με το περιβάλλον είναι πολύ αυστηρός.
Cada empresa debe cumplir con la normativa fiscal establecida.
Η λέξη "normativa" δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε φράσεις που σχετίζονται με νομικούς και διοικητικούς όρους. Ορισμένα παραδείγματα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν:
Η κανονιστική διάταξη προστασίας του καταναλωτή είναι θεμελιώδης.
La nueva normativa laboral ofrece más derechos a los trabajadores.
Ο νέος κανονισμός εργαζομένων προσφέρει περισσότερα δικαιώματα στους εργαζόμενους.
Es importante revisar la normativa vigente antes de comenzar cualquier proyecto.
Η λέξη "normativa" προέρχεται από το λατινικό "norma", που σημαίνει "κανόνας" ή "πρότυπο", με την προσθήκη της κατάληξης "-tiva" που υποδηλώνει χαρακτηριστική ή σχετική χρήση, πράγμα που οδηγεί στη σημασία της ως "συναφής προς τους κανόνες".
Συνώνυμα: - regulación (ρύθμιση) - ordenamiento (τακτοποίηση)
Αντώνυμα: - anarquía (αναρχία) - desregulación (απορύθμιση)
Αυτή η ανασκόπηση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "normativa" τόσο στο νομικό όσο και στο οικονομικό πλαίσιο στην ισπανική γλώσσα.