Η λέξη "notable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αξιοσημείωτο, σπουδαίο ή σημαντικό. Στα Ισπανικά, η χρήση της είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει άτομα, γεγονότα ή αντικείμενα που ξεχωρίζουν για κάποιο λόγο ή χαρακτηριστικό.
El artista es muy notable en su campo.
(Ο καλλιτέχνης είναι πολύ αξιοσημείωτος στον τομέα του.)
He tenido una notable oportunidad de trabajar con ellos.
(Έχω μια σπουδαία ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί τους.)
Este libro tiene un notable impacto en la literatura contemporánea.
(Αυτό το βιβλίο έχει μια σημαντική επίδραση στη σύγχρονη λογοτεχνία.)
Η λέξη "notable" συχνά εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Un cambio notable.
(Μια αξιοσημείωτη αλλαγή.)
Es un hecho notable en la historia.
(Είναι ένα σπουδαίο γεγονός στην ιστορία.)
Un avance notable en la ciencia.
(Μια σημαντική πρόοδος στην επιστήμη.)
Su actuación fue notable.
(Η ερμηνεία του ήταν αξιοσημείωτη.)
Un creciente interés notable.
(Μια αυξανόμενη αξιοσημείωτη ενδιαφέρον.)
Η λέξη "notable" προέρχεται από το λατινικό "notabilis," που σημαίνει "αξιοσημείωτος" ή "κείμενος". Η ρίζα του "notare," που σημαίνει "να σημειώνω," υποδηλώνει ότι κάτι είναι αρκετά σημαντικό για να σημειωθεί.
sobresaliente (εξέχων)
Αντώνυμα: