Το "notariado" είναι ουσιαστικό του αρσενικού στον ενικό αριθμό στα Ισπανικά.
notariado: /notaˈɾjaðo/
Η λέξη "notariado" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί στο σύνολο των νοταρίων ή στο χώρο εργασίας τους. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η λέξη "notariado" προέρχεται από τη λατινική λέξη "notarius", η οποία σημαίνει νοτάριος.
"Estar en el notariado"
Σημασία: Να είσαι ενεργός στον νοταριακό χώρο.
Παράδειγμα: María lleva años en el notariado y tiene mucha experiencia. (Η Μαρία έχει χρόνια στο νοταριακό σύστημα και έχει μεγάλη εμπειρία.)
"Pasar por el notariado"
Σημασία: Να διαπραγματεύεσαι συμβόλαιο με νοταριακή διαδικασία.
Παράδειγμα: Antes de comprar la casa, debes pasar por el notariado. (Πριν αγοράσεις το σπίτι, πρέπει να διεκπεραιώσεις τη διαδικασία με το νοταριακό γραφείο.)