Όρος: notario
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /noˈta.ɾjo/
Η λέξη notario αναφέρεται σε επαγγελματία που έχει την εξουσία να επικυρώνει έγγραφα, να δίνει νομική βεβαιότητα σε συναλλαγές και να διασφαλίζει την εκτέλεση των νόμων και κανονισμών σχετικών με συμβόλαια ή δημόσιες πράξεις. Στην Ισπανία και σε άλλες ισπανόφωνες χώρες, οι συμβολαιογράφοι είναι κρατικοί υπάλληλοι, και η δουλειά τους αφορά την εκτέλεση νομικών πράξεων.
Χρήση: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε νομικά ή επίσημα πλαίσια, λόγω της φύσης του επαγγέλματος.
El notario firmó el contrato de compra-venta.
(Ο συμβολαιογράφος υπέγραψε τη σύμβαση αγοραπωλησίας.)
Necesitamos llevar el documento al notario para que lo valide.
(Πρέπει να πάμε το έγγραφο στον συμβολαιογράφο για να το επικυρώσει.)
El notario explicó los pasos a seguir para la herencia.
(Ο συμβολαιογράφος εξήγησε τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν για την κληρονομιά.)
Η λέξη notario δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε συνδυασμό με άλλες λέξεις μπορεί να περιγράψει νομικές διαδικασίες:
Σημασία: Να είσαι κάποιος που αποδεικνύει ή επικυρώνει σημαντικά γεγονότα στη ζωή κάποιου.
Hacer notar al notario
(Να κάνεις τον συμβολαιογράφο να σημειώσει)
Σημασία: Να εστιάσεις την προσοχή σε ένα γεγονός το οποίο χρειάζεται νομική επικύρωση.
Citar al notario
(Να καλέσεις τον συμβολαιογράφο)
Η λέξη notario προέρχεται από το λατινικό notarius, που σημαίνει "εκείνος που σημειώνει". Συνδέεται με το ρήμα notare, δηλαδή "να σημειώνω".
Συνώνυμα: - Escribano (γραμματέας, γραφιάς) - Notario público (δημόσιος συμβολαιογράφος)
Αντώνυμα: - Desconocido (άγνωστος) - Ilegal (παράνομος)
Η λέξη notario είναι σεβαστή και συνδέεται κυρίως με τις νομικές πρακτικές, και η κατανόησή της είναι κρίσιμη για την ακριβή ανάγνωση νομικών κειμένων και διαδικασιών.