Η λέξη "notoriedad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /not.o.ɾi.eˈðað/
Η "notoriedad" αναφέρεται στην κατάσταση της μεγάλης φήμης ή αναγνωρισιμότητας ενός ατόμου, μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διάσημη ή ευρέως γνωστή κατάσταση κάποιου ατόμου ή κατάστασης. Η χρήση της ενδέχεται να παρατηρείται σε διάφορες περιστάσεις, αλλά τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
La notoriedad de su trabajo lo llevó a ser reconocido internacionalmente.
(Η φήμη της δουλειάς του τον οδήγησε να αναγνωριστεί διεθνώς.)
La notoriedad del escándalo afectó la reputación de la empresa.
(Η αναγνωρισιμότητα του σκανδάλου επηρέασε τη φήμη της εταιρίας.)
Alcanzar notoriedad en las redes sociales es un desafío para muchos influencers.
(Η επίτευξη φήμης στα κοινωνικά δίκτυα είναι μια πρόκληση για πολλούς influencers.)
Η λέξη "notoriedad" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
“El artista pasó a la notoriedad después de su primera exposición.”
(Ο καλλιτέχνης έγινε γνωστός μετά την πρώτη του έκθεση.)
Tener notoriedad pública.
(Να έχει δημόσια φήμη.)
“El político tuvo notoriedad pública por sus decisiones controvertidas.”
(Ο πολιτικός είχε δημόσια φήμη λόγω των αμφιλεγόμενων αποφάσεών του.)
Perder notoriedad.
(Να χάσει τη φήμη του.)
Η λέξη "notoriedad" προέρχεται από το λατινικό "notoria", που σημαίνει "γνωστός" ή "φυσικά οφθαλμίσκοι". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με το ρήμα "notare", που σημαίνει "να σημειώνω" ή "να παρατηρώ".
Συνώνυμα: - Fama - Renombre - Celebridad
Αντώνυμα: - Anonimato - Desconocimiento - Oblivión