Το "novato" είναι ένα όνομα (υσιαστικά) και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "novato" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /noˈβato/
Η λέξη "novato" αναφέρεται σε έναν αρχάριο ή έναν άτομο που είναι νέο σε κάποιο τομέα ή δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που δεν έχει εμπειρία σε συγκεκριμένες εργασίες ή δεν γνωρίζει πολύ καλά το αντικείμενο. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, η λέξη είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και ιδιαιτέρως στον προφορικό λόγο.
Αυτός είναι ένας αρχάριος στον κόσμο του αθλητισμού.
La empresa contrató a varios novatos para el proyecto.
Η λέξη "novato" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που καλύπτουν την έννοια του αρχαρίου σε διάφορες καταστάσεις:
Μην ανησυχείς, όλοι ήταν αρχάριοι κάποια στιγμή.
Aunque sea un novato, tiene mucho potencial.
Αν και είναι αρχάριος, έχει πολύ δυναμικό.
Ser novato en este trabajo puede ser difícil.
Να είσαι αρχάριος σε αυτή τη δουλειά μπορεί να είναι δύσκολο.
Los novatos suelen aprender rápido en un ambiente amigable.
Η λέξη "novato" προέρχεται από τη λατινική λέξη "novatus", που σημαίνει "νέος". Viene del verbo “novar” que significa "hacer nuevo" y utilizado en συνδυασμούς με την έννοια του "νέου" ή του "άγνωστου".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "novato" στην ισπανική γλώσσα, τις χρήσεις της και τις συνθηκολογίες της σε διάφορες καταστάσεις.